- ατραπός
- ηπολύ στενός δρόμος, μονοπάτι: Στο χωριό οδηγούσε μονάχα μια ατραπός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀτραπός — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
ἀταρπιτοί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτοῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτῶν — ἀτραπός fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτόν — ἀτραπός fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτός — ἀτραπός fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποῖς — ἀτραπός fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)